10/11/14

Ποια γραφή διδάσκουμε;


 του Τάσου Ανθουλιά

Τον Σεπτέμβριο του 1989, σε ένα διεθνές συνέδριο που είχα συνδιοργανώσει στη Ρόδο, είχα θέσει δύο πολύ προκλητικά ερωτήματα. Το ένα ήταν: «Χρειαζόμαστε πραγματικά τη γραφή;».
Λίγους μήνες πριν είχα πάει στο Άμστερνταμ για να παρακολουθήσω μια μεγάλη έκθεση (με παράλληλα σεμινάρια) για τις δυνατότητες χρήσης των υπολογιστών στην εκπαίδευση.
Εκεί, ένα απόγευμα, γυρίζοντας στο ξενοδοχείο και πηγαίνοντας στο δωμάτιό μου, είδα στην άκρη του διαδρόμου μια καμαριέρα να κρατάει κάτι στο χέρι της και να μιλάει. Επηρεασμένος από το κλίμα της τεχνολογίας, μέσα στο οποίο βρισκόμουν εκείνες τις μέρες, φαντάστηκα πως ήταν κάποιο μηχάνημα για την εσωτερική λειτουργία του ξενοδοχείου – και ήμουνα περίεργος.
Τη ρώτησα, λοιπόν, ευγενικά τι ακριβώς έκανε. Μου απάντησε απλά πως ήταν από την Αργεντινή, χρησιμοποιούσε ένα κασετόφωνο και έγραφε μια κασέτα να τη στείλει στη μητέρα της. Μου εξήγησε πως μπορούσε να της πει πολύ περισσότερα πράγματα απ’ όσα θα της έλεγε σε ένα γράμμα και, επιπλέον, η μητέρα της θα χαιρόταν να ακούει τη φωνή της.
Σήμερα, είκοσι πέντε χρόνια μετά, η καμαριέρα θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει γι’ αυτή την επικοινωνία το Skype, ώστε επιπλέον να τη βλέπει η μητέρα της.
Θυμάμαι πως, όταν πήγαινα σχολείο, έβλεπα τους ενήλικες να χρησιμοποιούν το BIC, τη μεγάλη εφεύρεση του στυλό διαρκείας, ενώ το σχολείο επέμενε για κάποια χρόνια να χρησιμοποιούμε τα δύο είδη από τις πένες, βουτώντας τες σε μελανοδοχεία.
Φυσιολογικά, η επιλογή του εργαλείου που θα χρησιμοποιηθεί για την παραγωγή ενός κειμένου εξαρτάται από τα ακόλουθα κριτήρια:
α) Την ευκολία χρήσης (φιλικότητα) του εργαλείου.
β) Την ποσότητα των πληροφοριών, την οποία μπορεί να μεταφέρει αυτό το κείμενο που έχει κατασκευαστεί με το συγκεκριμένο εργαλείο.
Το πρόβλημα, φυσικά, δεν είναι αν χρειαζόμαστε πραγματικά τη γραφή, αλλά ποια γραφή χρειαζόμαστε. Και όταν λέμε γραφή δεν εννοούμε μόνο την παραγωγή λογοτεχνικών κειμένων που αποτελούν ένα πάρα πολύ μικρό ποσοστό των κειμένων που παράγονται σήμερα.
Ποια γραφή, λοιπόν, χρειαζόμαστε; Το σκάλισμα πάνω σε πέτρα; Το ψήσιμο του χαραγμένου πηλού; Τη ζωγραφική πάνω σε πάπυρο; Τη γραφή με το φτερό μιας χήνας; Τη χρήση μολυβιού ή τη χρήση ενός πληκτρολόγιου;
Κι όμως, η ελληνική εκπαίδευση, που αρνιόταν κάποτε να φύγει από τις πένες και να πάει στο BIC, τώρα αρνιέται να φύγει από το BIC και να πάει στο πληκτρολόγιο.
Αλλά η σημερινή γραφή δεν αποτελείται μόνο από γράμματα – αποτελείται, επίσης, και από αναρίθμητα σύμβολα, τα οποία καθημερινά αυξάνονται. Ένα κείμενο μπορεί να εμπλουτιστεί από σχέδια, εικόνες, σύμβολα κλπ. Ακόμα και η σελιδοποίησή του προσφέρει σημαντικές πληροφορίες. Προφανώς, το κατάλληλο εργαλείο για την παραγωγή ενός τέτοιου κειμένου είναι ο υπολογιστής.
Ποιος, όμως, μπορεί να είναι ο κατάλληλος εκπαιδευτικός που θα διδάξει τη νέα γραφή;
Ποιος νομίζαμε πως ήταν ο κατάλληλος για να διδάξει τη γραφή με το μολύβι; Εκείνος που ήξερε τη χημική σύσταση του μολυβιού, εκείνος που ήξερε να το κατασκευάζει, εκείνος που το πούλαγε στην αγορά ή ο δάσκαλος και ο φιλόλογος, αφού γραφή δεν είναι απλώς η σχεδίαση γραμμάτων, αλλά η παραγωγή κειμένων που εκφράζουν κάποιο συγκεκριμένο περιεχόμενο;
Γιατί σήμερα πετάμε στους πληροφορικάριους (που, ως γνωστόν, δεν έχουν καμιά σχέση με τον λόγο και δύο στις τρεις λέξεις που χρησιμοποιούν είναι από την αγγλική ειδική ορολογία) την ευθύνη της διδασκαλίας της γραφής στον υπολογιστή;
Μήπως διότι η πλειοψηφία των δασκάλων και των φιλόλογων είναι άσχετη με την τεχνολογία, δηλαδή επιμένει να ανήκει σε μια εκπαίδευση άλλης (ξεπερασμένης για πάντα) εποχής;
Μήπως επειδή το ίδιο το Υπουργείο Παιδείας ανήκει σε μιαν άλλη (ξεπερασμένη για πάντα) εποχή;
Η γραφή με τη βοήθεια του επεξεργαστή κειμένου είναι πολύ διαφορετική και ως προς τις ψυχοκινητικές δεξιότητες που απαιτούνται (διαφορετική χρήση των χεριών και των δαχτύλων) και ως προς τον τρόπο οργάνωσης της σκέψης για την παραγωγή ενός γραπτού κειμένου. Θα μου πείτε, βέβαια, ποιος ενδιαφέρεται να ασχοληθεί με τέτοιες «λεπτομέρειες»;