17/3/15

"Η ζωή εδώ τελειώνει"


Βράδυ Αυγούστου στην πλατεία του χωριού. Με το τζουκ μποξ να παίζει τα βαριά του Καζαντζίδη. «Η ζωή εδώ τελειώνει». Κι εμείς στης πρώτης νιότης το πέταγμα. Μαζεμένοι γύρω από ένα τραπέζι στο καφενείο του Μουζιούρα. Κάτω από τη σκαμνιά. Έχουμε ήδη σκορπιστεί στους πέντε ανέμους. Άλλος Βόλο, άλλος Θεσσαλονίκη, άλλος Λάρισα. Μόνο δυο τρεις εδώ, πυλώνες να κρατούν τα σύρματα. Δεκαεφτά στα δεκαοχτώ. Εγώ η Αθηναία της παρέας. Ντυμένη με ένα λιβάις τζιν κι ένα ασπροκόκκινο ριγέ φανελάκι, κάθε μέρα... πλύνε βάλε. Το νιώθω πως με ζηλεύουν ακόμη λίγο, για τον τρόπο που ντύνομαι και μιλάω. Εγώ ακόμα πιο πολύ αυτούς. Το σταράτο βλέμμα που λέει πιο πολλά από τις «πολίτικες» λέξεις μου, που εντυπωσιάζουν. Αυτό που έχασα σε αμέτρητες αίθουσες Θηλέων.
Γι΄ αυτό κι εγώ πάντα επιστρέφω. Μόλις κλείσουν τα σχολεία γίνομαι χελιδόνι και επιστρέφω. Ξέρω πως δεν μπορώ πια να παίξω μαζί τους πόλεμο ή ποδόσφαιρο στην τζίγρα, ή να κυνηγήσουμε πουλιά με αυτοσχέδιες σφεντόνες. Αλλά υπάρχει πάντα στη ματιά μας ένας αέναος βρόγχος που μας ενώνει. Γι ’αυτό που υπήρξαμε.
Πίνουμε μπύρες και τρώμε σουβλάκια. Σχεδόν απαρτία απόψε. Τα ποδήλατά μας αραγμένα στο φράχτη του σχολείου, έτοιμα για μια ακόμη κόντρα. Νιώθω μικρή κι αδύναμη μπροστά τους. Είναι άντρες πια. Δουλεύουν στα χωράφια, οδηγούν τρακτέρ και άλλα θεόρατα μηχανήματα. Κι εγώ μια ψηλόλιγνη κοπελίτσα. Τι κι αν τους έριχνα δυο κεφάλια στην Έκτη δημοτικού;
Περνά ο Δημήτρης. Μήτρο τον φωνάζαμε. Με το παλιό του σιδερένιο ποδήλατο. Μας χαιρετά με ένα νεύμα. Με το γνώριμο ντροπαλό του ύφος. Ένα «γεια» κρύβεται στα χείλη του. Έχει ψηλώσει κι αυτός. Το βλέμμα μου τον ακολουθεί, καθώς του φωνάζουμε να κάτσει μαζί μας στην παρέα.
-Έχω δουλειά...
Και στρίβει το τιμόνι...
Στην άλλη γωνιά της πλατείας, πλάι στο τσιμεντένιο χαντάκι, υπάρχει μια ρωγμή. Από εκεί κατεβαίνουν οι άνθρωποι του χωριού στον Άδη. Ποτέ άλλοτε δεν την είχα προσέξει. Ούτε ο Δημήτρης.
Έπεσε μέσα. Μια τούμπα με το ποδήλατο σε ένα χαντάκι πάντα είναι αστεία. Και η παρέα μας ήταν ευδιάθετη. Το γέλιο πάγωσε στα χείλη μας καθώς πλησιάσαμε και είδαμε το παγιδευμένο για πάντα «γεια» στα σφαλιστά χείλη του Δημήτρη. Το κορμί του εκεί. Η ψυχή του στη ρωγμή.
Δεν ήταν δάκρυ, ήταν ταξίδι αυτό που κύλησε στο μάγουλό μου. Και δεν ήμουν μόνη. Είχα συνεπιβάτες. Και όλοι μας, μια μοναδική αποσκευή.
Ο πιο φτωχός από τους συμμαθητές μου. Από οικογένεια πολύτεκνη που δύσκολα τα έβγαζε πέρα. Ντροπαλός, ήσυχος, καλό παιδί, αλλά «κακός» μαθητής, ατημέλητος και με βρώμικα νύχια. Όλοι ξέραμε πως σκάλιζε τους κήπους του χωριού για να βοηθήσει την οικογένειά του. Και ο δάσκαλος το ήξερε όταν τον τιμωρούσε. Κανείς δεν ήξερε για κείνη τη ρωγμή που είχε στην καρδιά του. Κανείς στο χωριό. Κανείς μας στην τάξη. Εννιά αγόρια κι εγώ μοναδικό κορίτσι. Ούτε κι ο δάσκαλος.
Μετά την κηδεία γυρίσαμε στην πλατεία. Καθίσαμε στο τσιμεντένιο αυλάκι που έπεσε το ποδήλατο. Πάνω από τη ρωγμή. Ακόμα θραύσματα από το σπασμένο φανάρι. Αμίλητοι. Χωρίς μπύρες. Χωρίς γέλιο. Χωρίς. Ως το σούρουπο. Ώσπου πάνω από τον Κόζιακα είδαμε τα γνώριμα αστεράκια, τον Felix και τη Felicia που σύχναζαν εκεί τα καλοκαιρινά βράδια.
Δε μιλούσε κανείς. Μόνο ανοίξαμε τη βαλίτσα. Τη μοναδική μας αποσκευή. Ήταν κάτι γράμματα μπερδεμένα και κακογραμμένα. Ένα «μ», ένα «γ», ένα «ω», «η», ένα «σ» και κάτι άλλα ακόμη που αν τα στοίχιζες θα έφτιαχναν μια «συγνώμη».
Ως τον ουρανό. Ως τα δυο αστεράκια που εμείς είχαμε χαρτογραφήσει στον ουρανό της Σαρακήνας. Τη συγνώμη που ποτέ δεν μπορέσαμε να πούμε όταν αβοήθητος έστεκε στην πόρτα του σχολείου κι όλοι μας περνούσαμε μπροστά και τον φτύναμε. Εμείς οι καλοί μαθητές, οι καθαροί με τα κομμένα νύχια, που δε σκαλίζαμε κήπους, που οι γονείς μας είχαν χωράφια και αγαθά. Εμείς όλοι χειραγωγημένοι από το δάσκαλο, στα δύσκολα εκείνα χρόνια της χούντας.
Έπεσα μαζί του σ΄ αυτή τη ρωγμή που χάθηκε εκείνο το βράδυ. Και στην άλλη της καρδιάς του.
Μα το χέρι του γλίστρησε και δεν μπόρεσα να το κρατήσω.
Κι έγινα δασκάλα.
Για να απλώνω τα χέρια μου πάνω από τις ρωγμές.
                                                            (Τζούλια Φορτούνη)

2 σχόλια:

Νάντια είπε...

Εξαιρετικό!!!

Ptboul είπε...

Ησύχασε από την κακία του κόσμου και ακούμπησε την εσχατιά του Παραδείσου μέσα από τη ρωγμή του Άδη.

Μπράβο σου άγνωστη που έγινες δασκάλα συνηδητοποιημένα.